-
1 αναδεω
поэт. тж. ἀνδέω1) тж. med. повязывать(τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι Her.)
2) обвивать, украшать(κόμας δάφνᾳ Pind.; χρυσῷ στεφάνῳ Thuc.: λόγχην ταινίαις καὴ στεφανώμασι Plut.)
3) вплетать(ἄνθος ἐπὴ κροτάφοις Anth.)
4) увенчивать(τοὺς νικῶντας Arph.)
; перен. награждать(τροφῇ τε καὴ τοῖς ἄλλοις Plat.)
5) короновать(τινα Plut.)
6) med. подвязывать, завязывать себе(κρώβυλον τῶν τριχῶν Thuc.)
7) привязывать(τι πρός τι Plut.)
τὰς νεὰς ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. — они взяли на буксир и потащили суда;ἀναδεῖσθαί τι ἔκ τινος Plut. — ставить что-л. в связь с чем-л.8) перен. связывать (родством), соединятьἀναδῆσαι ἑαυτὸν ἔς τινα Her. — вести свою родословную от кого-л.
-
2 κρωβυλος
или κρωβύλος ὅ1) хохолок, чуб на макушке ( прическа греков архаической эпохи)2) ( на шлеме) пучок из конских волос, султан
См. также в других словарях:
κρωβύλος — (4ος; αι. π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Άκμασε στις περιόδους της Μέσης και της Νέας κωμωδίας. Έγραψε τα έργα Απαγχομένη, Απολείπουσα και Ψευδοϋποβολιμαίος, αποσπάσματα των οποίων αναφέρονται από τον Αθήναιο. Ήταν πιθανότατα σύγχρονος του ρήτορα Υπερείδη … Dictionary of Greek